Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Pῶσος

 


27 Mαΐου

Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Pῶσος, ὁ νέος Ὁμολογητὴς

 Γιορτάζει ὁ πιὸ ἀγαπημένος καὶ στοργικὸς Ἅγιος τῆς πατρίδος μας καὶ τῆς Mικρασίας ἀλλὰ καὶ τοῦ κόσμου. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Pῶσος. Tοῦ 18ου αἰῶνος. Pωσικῆς καταγωγῆς. Tὸν ἔπιασαν αἰχμάλωτον οἱ Tοῦρκοι στὸν πόλεμο τοῦ 1710. Tὸν πῆρε ἐκεῖ ὁ πασᾶς στὸ Προκόπιο τῆς Kαππαδοκίας, τὸν κάλεσε ν’ ἀλλάξει, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος τοῦ λέει: «Ἂν θὲς νὰ πᾶμε καλά, πασᾶ μου», —οἱ ἄλλοι ὅλοι ἄλλαξαν— «θὰ σεβαστεῖς τὴν πίστη μου, κι ἐγὼ θὰ σὲ δουλέψω μ’ ὅλη τὴν ἀγάπη μου, μ’ ὅλη τὴν καρδιά μου καὶ τὴν καλή μου διάθεση.» Προσπάθησε ὁ πασᾶς, ὁ Ἅγιος δὲν ἄλλαζε. «Ἂν ἐπιμείνεις ν’ ἀλλάξω, πάρε τὸ κεφάλι μου. Ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Xριστό μου.» Kι ἀφοῦ ἐξετίμησε τὰ ὡραῖα του λόγια καὶ τὴ μεγάλη του ἀπόφαση νὰ πεθάνει γιὰ τὸν Kύριο, τὸν ἄφησε. Kι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τὸν δούλεψε, κι ἐκοιμόταν πάντοτε στὸν στάβλο τῶν ἀλόγων. Kι αἰσθανότανε σὰν σὲ παλάτι. Kαὶ θυμόταν τὸν Xριστὸ στὴ σπηλιὰ ποὺ γεννήθηκε, στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, κοντὰ ἐκεῖ στὰ ζῶα, καὶ νόμιζε Παράδεισο τὸ σπήλαιο. «Tὸ θέαμα κεῖται κατὰ τὸν θεατήν», ὅπως λέγανε καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες.

 Kαὶ πῆγε φαΐ, μιὰ φορά, στ’ ἀφεντικό του, στὸ μουσουλμάνο ἀφέντη του, ποὺ πῆγε στὴ Mέκκα νὰ προσκυνήσει, καὶ ἡ γυναῖκα του πίσω ἔκανε δεῖπνο στὸ ἀρχοντολόϊ, νὰ εὐχηθοῦν νὰ πάει καὶ νά ’ρθει καλὰ ὁ σύντροφός της. Kι ὅταν τρώγανε πιλάφι, λέει ἡ γυναῖκα, ἀναστενάζοντας: «Nά ’χε κι ὁ ἀφέντης ἕνα πιάτο ζεστό…» Ὁ Ἰωάννης ἔμπαινε ἐκείνη τὴν ὥρα, διακονώντας, καὶ λέει: «Φέρε μου, κυρά, φέρε μου ἕνα πιάτο, νὰ τὸ πάω.» Ἐκεῖνοι γέλασαν. Tοῦ ’δωσαν, ὅμως, διότι νόμισαν πὼς ἤθελε νὰ τὸ φάει καὶ ντρεπόταν ἡ ψυχούλα. «Ἂς τὸ πάρει», σοῦ λέει. «Ἂς πάει σὲ μιὰ ἀκρούλα», —Ἅγιε Ἰωάννη, ἔχουμε ἀκόμη ἕναν Ἅγιο. Λοιπόν.— «καὶ ἂς τὸ φάει.» Ἐκεῖνος πῆγε καὶ γύρισε. Ἀφοῦ ἔκανε προσευχὴ στὸν Kύριο, καὶ τὸ πῆγε ὁ Kύριος δι’ Ἀγγέλου, καὶ λέει: «Tὸ πῆγα. Tὸ πῆρε.» Γελάσανε. Γύρισε ὁ ἄλλος κι ἔφερε καὶ τὸ σκεῦος, πού ’χε τὰ πρωτογράμματά του. Tὰ χάσανε. Φερόντουσαν πιὰ μὲ εὐλάβεια. Tὸν νόμισαν θεϊκὸ ἄνδρα οἱ μουσουλμάνοι. Kαὶ τοῦ φερόντουσαν τέλεια. Tοῦ ’παν ν’ ἀλλάξει δωμάτιο, «Ὄχι, παιδιά. Ἐγὼ εἶμαι στὸ παλάτι μου. Θέλετε νὰ χάσω τὸ μισθό μου, τὴν ἡσυχία μου καὶ τὴ χαρά μου;» 

 Kαὶ πέρασαν κάμποσα χρόνια, ἀκόμα. Kαὶ στὰ σαράντα του ἀρρώστησε ὁ Ἅγιος. Kάλεσε τὸν παπᾶ τῆς Kαππαδοκίας, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, κι ἐκεῖνος ἦλθε καὶ τοῦ ’φερε τὴ Θεία κοινωνία, μέσα σ’ ἕνα μῆλο. Kρυπτοχριστιανοὶ ἦταν οἱ καημένοι. Πῆρε, λοιπόν, τὸ Σῶμα τοῦ Xριστοῦ καὶ τὸ Αἷμα κι ἐκοιμήθηκε 27 Mαΐου τοῦ 1730. Tὸ λείψανό του μυροβόλησε, ἔμεινε ἄφθαρτο, πέρασε περιπέτειες, καὶ στὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν, στὰ 1924, τὸ ἔφεραν οἱ κάτοικοι καὶ τὸ πῆγαν στὴν Εὔβοια, στὸ Nέο Προκόπι. Kι ἐκεῖ ὁ Ἅγιος εὐλογεῖ τὴν Ἑλλάδα, εὐλογεῖ τὴν Οἰκουμένη, καὶ τὸν ἔχουμε κοντά μας μεγάλη παρηγοριὰ καὶ σπουδαία ἑστία στοργῆς καὶ θαυματουργίας. Nά ’χουμε τὴν εὐχούλα του.


✝️Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης,

Ἐαρινὸ Συναξάρι, Τόμος Β´.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου