Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Οι άνθρωποι δεν βρίσκουν πουθενά ευτυχία...


 Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουνε πουθενὰ ἡσυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦνε νὰ ζήσουνε χωρὶς τὸν ἑαυτὸ τους.

 Τρέχουνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κει νὰ βροῦνε τὴν εὐτυχία, μὰ εὐτυχία δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ μας. Θέλουμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε μὲ συμπόσια ἀπ’ ὅπου λείπουμε

. Ὅποιος ἔχει χάσει τὸν ἑαυτὸ του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα πού δίνουνε οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς κι ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδίας. Μ’ αὐτὸ τὸ βύθισμα στὸν ἑαυτὸ του βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό.

Γιὰ τοῦτο εἶπε ὁ Χριστὸς: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐρούσιν· ἰδοὺ ὥδε ἤ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν». «Μὴν ψάχνετε, ζαλισμένοι ἄνθρωποι, ἐδῶ κι ἐκεῖ νὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία.

Γιατὶ ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα σας». Μέγας λόγος, ὅπως ὅλα τὰ θεϊκὰ λόγια. Μέσα μας εἶναι ὁ θησαυρός. Ἀπ’ ἔξω εἶναι ξέρακας, κι ἂς μὴ μᾶς ξεγελᾶ ἡ φασαρία καὶ τὰ ψεύτικα πυροτεχνήματα. Ὅποιος ζεῖ ἐξωτερικά, ζεῖ ψεύτικα. Ὅποιος ζεῖ ἐσωτερικά, ζεῖ ἀληθινά. 


Φώτης  Κόντογλου

Τα Φώτα στο Αϊβαλί (του Φώτη Κόντογλου).




«Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουμε τον Σταυρό ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχναν και στην πατρίδα μου κι ήταν ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.

Εκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια κι ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον Δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμανδρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γρήγορα τη λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη Μητρόπολη για να γίνει η γιορτή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε κι εκείνοι κάμποσοι κι οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.


Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο Δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή εξέδρα εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό.


Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου έβρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια που ήτανε γύρο, γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια.

Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος που στεκόταν ο Δεσπότης. Έτσι που ήτανε παρατεταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν αρμάδα που θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο κι εκείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες που βρισκόντανε γιαλό κι ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προπάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.


Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος.

[…]

Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα κι ακουγόταν από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κι οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος που θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε.


Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο Δεσπότης, κι έλεγε: «Γιολ βέριν εφεντιά!» (Κάντε δρόμο στον αφέντη). Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κι οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε». Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο Δεσπότης κι έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα.


Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να στ’ άλλο. Οι πλώρες χτυπούσανε η μία την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευότανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κι η θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γρήγορα πριν να το δεις.


Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένια κι ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβο-Παρασκευάς. Με δυο τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του Δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κι έδωσε τον Σταυρό. Ο Δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κι ύστερα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησία…»


Πηγή https://proskynitis.blogspot.com/2021/01/blog-post_6.html?m=1

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

Είναι το νεράκι από την βρύση που ψευτοδιαβάζουν οι παπάδες...

 


Είναι το νεράκι από την βρύση που ψευτοδιαβάζουν οι παπάδες και μας κοροϊδεύουν τα Θεοφάνεια''(Αληθινή Ιστορία)


 Μια αληθινή ιστορία για μια γυναίκα καλή και φιλότιμη, αλλά με ένα περίεργο και κουραστικό πνεύμα αντίρρησης και αμφισβήτησης για όλα όσα έχουν σχέση με την Εκκλησία και τους Ιερείς. Αυτή λοιπόν κάθε φορά που θα ερχόταν στο σπίτι μας δεν έχανε την ευκαιρία να ''μας νουθετεί '' για την πλάνη που ζούμε.

Ό,τι και αν της λέγαμε δεν το δεχόταν, είχε πάντα την δική της Ιδιαίτερη γνώμη.

Πέρυσι μόλις γυρίσαμε από τον Μεγάλο Αγιασμό των Θεοφανείων, ήλθε επίσκεψη και μας άρχισε πάλι τα δικά της ''Σας κοροϊδεύουν οι παπάδες, κάνουν πώς διαβάζουν κάτι και σας δίνουν νεράκι από την βρύση. Σας πιάνουν κορόϊδα και άλλα πολλά''. Δεν της είπαμε τίποτα, αλλά είναι αλήθεια ότι χάσαμε την ειρήνη μας με τα λόγια της.


 Μόλις έφυγε λέω στη γυναίκα μου ''όταν θα ξανάρθει και είμαι και εγώ στο σπίτι, θέλω μέσα στο ποτήρι με το νερό που θα της προσφέρεις μαζί με τον καφέ, να της ρίξεις πολύ λίγο, ένα κουταλάκι νερό από τον Μεγάλο Αγιασμό των Θεοφανείων''.

Είπα στο Θεό ''Θεέ μου μόνο Εσύ μπορείς, αν είναι ειλικρινής να της δώσεις ένα Σημείο, Κάτι για να καταλάβει την πλάνη της''.

 Και έτσι έγινε. Ήλθε και ενώ η γυναίκα μου έφτιαχνε τον καφέ, εγώ με αυτή συζητούσαμε στο σαλόνι, χωρίς αυτή να έχει καμιά οπτική επαφή με την κουζίνα.

Έρχεται ο καφές και μόλις ήπιε από το ποτήρι με το νερό, έμεινε ξαφνιασμένη.

Ξανάπινε το κρατούσε λίγο στο στόμα της, το γευόταν και μας κοίταζε. Έγινε τρεις-τέσσερις φορές αυτό και μετά μας λέει:

''Τί νερό είναι αυτό; αυτό είναι άλλο νερό, πρώτη φορά πίνω στη ζωή μου τόσο ωραίο και γλυκόπιοτο νερό. Από πού το έχετε;'' Από την βρύση του σπιτιού, της λέει η γυναίκα μου, το νερό που πίνεις πάντα είναι. ''Όχι, δεν έχω ξαναπιεί στη ζωή μου τέτοιο ωραίο νερό'' έλεγε.

Παράτησε τον καφέ της και ζήτησε και δεύτερο ποτήρι νερό. Της πάει η γυναίκα μου, αλλά χωρίς Αγιασμό μέσα. '''Οχι, αυτό δεν είναι σαν το προηγούμενο, θέλω από εκείνο το νερό''.

Παίρνει και η γυναίκα μου το μπουκάλι με τον Αγιασμό και μπροστά στα μάτια της ρίχνει λίγο μέσα στο ποτήρι της. Δοκιμάζει και φωνάζει:

 ''Ναι, αυτό είναι ίδιο, ωραίο και γλυκιόπιοτο σαν το άλλο. Τί είναι αυτό που έριξες από το μπουκάλι; ''

Και της απαντώ ''Είναι το νεράκι από την βρύση που ψευτοδιαβάζουν οι παπάδες και μας κοροϊδεύουν τα Θεοφάνεια''. Έμεινε κόκκαλο, σαν να κοιτούσε το άπειρο.

Δεν μπόρεσα να συνεχίσω άλλο, βούρκωσα από συγκίνηση για αυτό που της έδειξε ο Θεός.

Ένα χρόνο τώρα δεν μας ξαναείπε για την Εκκλησία ποτέ-ποτέ Τίποτα.

Είναι αλήθεια ότι εμείς όταν πίνουμε Αγιασμό το μόνο που καταλαβαίνουμε είναι η Φρεσκάδα του όσα χρόνια και αν περάσουν.

Σε αυτή όμως ο Θεός έκανε κάτι ιδιαίτερο, που μας ξάφνιασε και εμάς.

Γλύκανε το νερό όπως το έκανε κάποτε ο Θεός δια του Μωϋσή στην έρημο της Μερράς.

Τρεις μέρες περπατούσαν οι Ισραηλίτες μέσα στην καυτή έρημο και δεν έβρισκαν νερό.

Και όταν επιτέλους βρήκαν, δεν μπόρεσαν να πιούν γιατί ήταν πολύ Πικρό. Μερρά σημαίνει Πικρό.

Άρχισαν όλοι να φωνάζουν στον Μωϋσή ''Τι θα πιούμε;'' Στέκεται και ο Μωϋσής μπροστά στο Θεό '' Εβόησε ο Μωϋσής προς Κύριον και έδειξεν αυτώ Κύριος ξύλον. Και ενέβαλεν αυτό εις το ύδωρ και εγλυκάνθη το ύδωρ''. Αυτό το Ξύλο ήταν η προεικόνηση του Σταυρού, 1.300 χρόνια πριν σταυρωθεί ο Χριστός. Αυτό εγλύκανε τα πικρά νερά και ήπιαν περίπου τρία εκατομμύρια Ισραηλίτες.

Όταν ο Ιερέας προσεύχεται για τον Αγιασμό του Ύδατος κρατώντας τον Ξύλινο Σταυρό μέσα στο Νερό, με εκείνη την Θαυμαστή, την Πρωτοχριστιανική και Πλήρης Αγίου Πνεύματος Προσευχή, εκεί σε κάποιο σημείο λέει και για το παραπάνω θαύμα '' Σήμερον το πικρόν ύδωρ, το επί Μωϋσέως τω λαώ εις γλυκύτητα μεταποιείται''.

Σε αυτή την προσευχή θα ακούσουμε 24 φορές τον Ιερέα να λέει την λέξη ''Σήμερον'' και να συνοδεύεται το καθένα από αντίστοιχα γεγονότα που έχουν σχέση με την Βάπτιση του Χριστού.

Το Παρελθόν γίνεται Παρόν και Βίωμα σε όλες τις Εορτές στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

''Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει...'', ''Σήμερον κρεμάται επί Ξύλου...''

Αυτό το Σήμερον ακούγεται σε Ουρανό, Γη και Καταχθόνια.

Με αυτό το Σήμερον ο Χριστιανός μετέχει προσωπικά σε όλα όσα διαδραματίστηκαν για την Σωτηρία του και αναθερμαίνει την σχέση του με τον Θεό.

Αχ αυτά τα Καταχθόνια τί υποφέρουν αυτές τις ημέρες ''φρίττουν και στενάζουν''.

Η Βάπτιση του Χριστού ήταν η Αρχή του Τέλους τους.

Πάρτε Αγιασμό στα σπίτια σας, όχι σαν κάτι μαγικό αλλά ''ως αγιασμού δώρον, δαίμοσιν ολέθριον, νοσημάτων αλεξιτήριον, αγγελικής ισχύος πεπληρωμένον''.


 Ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός Επίσκοπος Κριμαίας (+1961) που τόσα υπέφερε από τους Κομμουνιστές στη Ρωσία μας συστήνει '' Πίνετε κάθε μέρα Αγιασμό, δεν σας το λέω σαν Κληρικός, αλλά σαν Γιατρός''.

Και δεν ήταν ένας απλός γιατρός, αλλά καθηγητής ανατομίας και χειρουργικής στο πανεπιστήμιο της Τασκένδης, από το 1920. Έχοντας γράψει σαράντα ιατρικά συγγράμματα, με κλασικό το «Δοκίμια για την χειρουργική », έθεσε τα θεμέλια για μια ολόκληρη ιατρική ειδικότητα, το δε έργο του συνεχίζει να χρησιμοποιείται στην παγκόσμια ιατρική ως και σήμερα.

Κανείς επιστήμονας δεν μπορεί ακόμη να εξηγήσει πώς μπορεί το νερό να μένει αναλλοίωτο και φρέσκο όχι για ένα χρόνο, αλλά και για περισσότερα (έχω Αγιασμό Ύδατος τριών ετών). Βλέπουν στο μικροσκόπιο την μεγάλη διαφορά που έχουν οι κρύσταλλοι του νερού πριν και μετά την Προσευχή μόνο του Ορθόδοξου Ιερέα. Ενώ πριν είναι ακανόνιστες και θολές οι πλευρές και οι γωνίες των κρυστάλλων (αρχίζει η φθορά του) κατά και μετά την προσευχή τελειοποιούνται οι γωνίες τους και γίνονται όλοι οι κρύσταλλοι ομοιόμορφοι και διατηρείται Φρέσκο για χρόνια. Είναι αυτό που ονομάζει ο Χρυσόστομος ''εναργές σημείο'' θαυμαστό, αληθινό, ζωντανό τεκμήριο.

Αν αυτά συμβαίνουν στο Νερό του Αγιασμού, ας σκεφθούμε Τί γίνετε στη Θεία Κοινωνία.

Εκεί αδυνατεί ο νούς και ιλιγγιά η σκέψη να συλλάβει!!!


πηγή

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

Μέγας Αγιασμός, μεγάλο φάρμακο.

  Ποια η διαφορά με τον μικρό αγιασμό

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Ε.Βολουδάκη


Στις  Ιανουαρίου, τελείται στους Ορθοδόξους Ιερούς Ναούς η Ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού και εν συνεχεία οι ιερείς θα αγιάσουν τα σπίτια όσων χριστιανών το επιθυμούν και το ζητήσουν.


Η ίδια Ακολουθία θα τελεσθεί και στις 6 Ιανουαρίου, εορτή των Θεοφανείων, κατά την οποία εορτή πανηγυρίζουμε το γεγονός της Φανερώσεως επί της γης του Χριστού ως Μονογενούς Υιού και λόγου του Θεού Πατρός. Ταυτοχρόνως εορτάζουμε και τη φανέρωση της Αγίας Τριάδας, καθ’ ότι, όπως ψάλλει η Εκκλησία μας «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν».


Ο αγιασμός και των δύο ημερών, 5ης και 6ης Ιανουαρίου, είναι ίδιος. Δηλαδή έχει την ίδια αγιαστική δύναμη.


Μερικοί, όμως, παρασυρόμενοι από το γεγονός ότι την παραμονή των Θεοφανείων παραλείπεται η ανάγνωση της πρώτης μεγάλης Ευχής ισχυρίζονται ότι, ένεκα αυτής της ελλείψεως, ο αγιασμός της 6ης Ιανουαρίου είναι μεγαλυτέρας αγιαστικής χάριτος.


Οι υποστηρικτές αυτής της απόψεως δεν έχουν δίκιο, διότι η παραλειπομένη ευχή δεν είναι αγιαστική αλλά κηρυκτική. Αναλύει θεολογικά το νόημα της εορτής χωρίς, όμως, να περιέχει επίκληση της αγιαστικής Θ. Χάριτος.


Πραγματική διαφορά αγιαστικής δυνάμεως υπάρχει μεταξύ του Μεγάλου Αγιασμού και του Μικρού αγιασμού που τελείται στην αρχή κάθε μηνός.


Η διαφορά αγιαστικής Χάριτος Μικρού και Μεγάλου Αγιασμού δεν είναι ποιοτική αλλά ποσοτική. Δεν διαφέρει η ποιότητα της Θ. Χάριτος, η Οποία είναι η αυτή πάντοτε αλλά διαφέρει η ποσότητα.



Το ίδιο συμβαίνει και με την Ιερωσύνη. Και οι τρεις βαθμοί της, Επίσκοπος, Πρεσβύτερος, Διάκονος έχουν λάβει την ίδια ποιότητα Θ. Χάριτος αλλά όχι την ίδια ποσότητα και γι’ αυτό υπάρχει διαφορά στην ενέργεια των τριών βαθμίδων της Ιερωσύνης.


Ο Μέγας Αγιασμός είναι το σπουδαιότερο φάρμακο της Εκκλησίας μας μετά τη Θ. Κοινωνία και γι’ αυτό μεταλαμβάνουμε του αγιασμού πριν να λάβουμε το αντίδωρο, ενώ, αντιθέτως, ο μικρός Αγιασμός, ως τέταρτος κατά σειράν δυνάμεως, λαμβάνεται μετά το αντίδωρο. Μέγα Αγιασμό λαμβάνουν και όσοι δεν έχουν τις προϋποθέσεις και την ανάλογη προετοιμασία για τη Θ. Μετάληψη.Ο Μέγας Αγιασμός συνδέεται άμεσα με το μυστήριο της Μετανοίας και την Εξομολόγηση, καθ’ ότι η αρχή του ανάγεται στο βάπτισμα μετανοίας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, το οποίο ενεργοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε με την Παρουσία και την Βάπτιση του Κυρίου μας στον Ιορδάνη ποταμό.


Η σύνδεση του Μ. Αγιασμού με το μυστήριο της Μετανοίας επιτάσσει να προηγείται της μεταλήψεως του Μεγάλου Αγιασμού νηστεία άνευ ελαίου, δεδομένου ότι η νηστεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μετάνοια. Η ανέλαιος νηστεία για την μετάληψη του Μ. Αγιασμού τηρείται πάντοτε και όχι μόνο κατά την παραμονή των Θεοφανείων, εφ’ όσον μετάληψη Μεγάλου Αγιασμού γίνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.


Μερικοί επιμένουν να πιουν Μ. Αγιασμό την παραμονή των Θεοφανείων, χωρίς να έχουν νηστέψει το λάδι, συνεπικουρούμενοι και από κάποιους ιερείς που τους εξοπλίζουν με το τάχα… ακαταμάχητο επιχείρημα: «Μα, γιατί να χρειάζεται να νηστέψουμε το λάδι για να πιούμε Μ. Αγιασμό, αφού με αυτόν ραντίζουμε τους τοίχους και τον χύνουμε στο έδαφος;».


Οι άνθρωποι που προτάσσουν αυτό το επιχείρημα πρέπει να γνωρίζουν ότι μόνο δύο ημέρες (5 και 6 Ιανουαρίου) το χρόνο ο Μέγας Αγιασμός ρίπτεται στο έδαφος και ραντίζεται και αυτό, για να αγιασθεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμεθα εμείς οι άνθρωποι. Το πάτωμα και τα πλακάκια δεν μπορούν να νηστέψουν! Οι πιστοί, όμως, μπορούμε και πρέπει να νηστέψουμε, γιατί, όπως προείπαμε, ο Μέγας Αγιασμός συνδέεται με το μυστήριο της Μετανοίας.


Εξαίρεση στην ανέλαιο νηστεία γίνεται αν συμπέσει η παραμονή των Θεοφανείων, ημέρα Σάββατο ή Κυριακή, οπότε γίνεται κατάλυση ελαίου, διότι ποτέ δεν νηστεύουμε το λάδι, τα Σάββατα και τις Κυριακές παρεκτός μόνο το Μέγα Σάββατο.


Οι αγιαστικές Ευχές καθιστούν το νερό του Μ. Αγιασμού ισοδύναμο με το νερό της βαπτίσεως και γι’ αυτό ο Μ. Αγιασμός χρησιμοποιείται για την βάπτιση βρεφών, που είναι ετοιμοθάνατα, ή βαρειά άρρωστα προς συντόμευση της Ακολουθίας της Βαπτίσεως. Επίσης, εάν τελεσθεί βάπτιση την ημέρα των Θεοφανείων χρησιμοποιείται στην κολυμβήθρα Μέγας Αγιασμός, χωρίς να αναγνωσθεί η Ευχή του Αγιασμού του ύδατος αλλά μόνο τα λόγια, που αφορούν στον βαπτιζόμενο.


Η Ακολουθία του Μικρού Αγιασμού (που τελείται κάθε μήνα) δεν περιέχει αγιαστική Ευχή, δηλαδή επίκληση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος αλλά ο αγιασμός του ύδατος γίνεται μόνο με την κατάδυση του Τιμίου Σταυρού. Επίσης, ο Μικρός Αγιασμός ρίπτεται και ραντίζεται στο έδαφος καθ’ όλο το έτος εν αντιθέσει με τον Μεγάλο Αγιασμό, ο οποίος, όπως μαρτυρείται στους χειρογράφους κώδικες «ου ρίπτεται το σύνολον»(κωδ. 979 του Σινά) κατά τις λοιπές ημέρες, πλην των ημερών της παραμονής και της εορτής των Θεοφανείων.


Ο Μέγας Αγιασμός φυλάσσεται καθ’ όλο το έτος στο Ιερό Βήμα του Ναού και χρησιμοποιείται από τους Ιερείς στις περιπτώσεις, που προαναφέραμε αλλά και σε άλλες περιστάσεις. Συνεπώς δεν συντρέχει λόγος να φυλάσσεται και στα σπίτια των χριστιανών, δεδομένου ότι για να διατηρηθεί στο σπίτι πρέπει να επικρατούν σ’ αυτό πνευματικές συνθήκες. Εξ άλλου η Εκκλησία μας είναι το «ταμείον της Θ. Χάριτος»και φυσικά δεν θα αρνηθεί ποτέ να μας χορηγήσει τον Μεγάλο Αγιασμό, όταν η περίσταση το καλέσει και ο Πνευματικός κρίνει ότι θα αποβεί «προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειος».


Περιοδικό «Ενοριακή Ευλογία», Ιανουάριος 2004


Πηγή

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Βίος Αγίου Νικηφόρου του λεπρού.

 


ὉὍσιος Πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος, κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης, ἐγεννήθη στό χωριό Σηρικάρι τοῦ Νομοῦ Χανίων Κρήτης. Σέ πολύ μικρή ἡλικία στερήθηκε καί τούς δύο γονεῖς του. Ὅταν ἔγινε δεκατριῶν ἐτῶν, ὁ παπποῦς του τόν ἔστειλε νά ἐργαστῆ σ’ ἕνα κουρεῖο στά Χανιά. Ὅσοι τόν γνώριζαν, τόν ἀγαποῦσαν, ἐπειδή ἦταν ταπεινός καί πρᾶος, πρόθυμος καί ἐργατικός, εὐγενικός καί γλυκομίλητος.


Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος, ὁ Ἅγιος τῶν Λεπρῶν.

Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος,

ὁ Ἅγιος τῶν Λεπρῶν.

Ὅμως ὁ Θεός τοῦ εἶχε ὁρίσει ἕνα πολύ δύσκολο καί ὀδυνηρό ἄθλημα, πού ἄρχισε τότε, μέ τήν ἐμφάνιση τῶν πρώτων σημαδιῶν τῆς νόσου τοῦ Χάνσεν, τῆς γνωστῆς λέπρας. Γιά νά μήν τόν ἀντιληφθοῦν οἱ Ἀρχές καί τόν κλείσουν στό ἄνυδρο νησί τῆς Σπιναλόγκας, σέ ἡλικία μόλις δεκαέξι ἐτῶν ἔφυγε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Aἰγύπτου.


Ἐκεῖ γνωρίστηκε μέ τήν ἀνθοῦσα τότε Ἑλληνική παροικία καί μέ Ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου καί ἔγινε πολύ γρήγορα ἀγαπητός σέ ὅλους.



Μετά ἀπό λίγα χρόνια, πού τά σημάδια τῆς νόσου ἔγιναν πολύ ἐμφανῆ, ἔπρεπε καί ἀπό ἐκεῖ νά φύγη. Νά πάη, ὅμως, ποῦ; Κανέναν δέν γνώριζε καί πουθενά. Τότε ἕνας Ἐπίσκοπος, πού ὁ Νικόλαος τοῦ ἐμπιστεύθηκε τό πρόβλημά του, τόν ἔστειλε στόν Γέροντα Ἄνθιμο, ἱδρυτή καί πνευματικό τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Βοηθείας στήν Χίο καί ἐφημέριο τοῦ ἐκεῖ λωβοκομείου. Μετά τρία χρόνια ὁ Νικόλαος ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Νικηφόρος. Ὁ εὐλογημένος Νικηφόρος ζοῦσε τήν μοναχική ζωή μέ αὐστηρή ἄσκηση καί τελεία ὑπακοή.


Κοντά στόν πατέρα Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀνεκηρύχθη Ἅγιος, ὁ Πατήρ Νικηφόρος ἔφθασε σέ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς.


Ὅταν ἔκλεισε τό λωβοκομεῖο τῆς Χίου, ὁ ἅγιος Ἄνθιμος τόν ἔστειλε στόν Ἀντιλεπρικό Σταθμό τῶν Ἀθηνῶν μέ συστατική ἐπιστολή, στήν ὁποία ἔγραφε στόν πατέρα Εὐμένιο, νά προσέξη «τόν θησαυρό πού τοῦ στέλνει ἡ Παναγία», διότι ἔχει πολλά νά ὠφεληθῆ ἀπό αὐτόν. Ἐκεῖ ὁ ὅσιος Νικηφόρος πέρασε ὅλο τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του.


Ὁ πατήρ Εὐμένιος τόν φρόντισε μέ πολλή ἀγάπη καί τόν εἶχε ὡς πνευματικό του πατέρα. Ἕνα βράδυ, ἀφοῦ ἑτοίμασε τόν ὅσιο Νικηφόρο, πῆγε νά κοιμηθῆ. Εἶχε ὅμως μιά ἀνησυχία μήπως δέν ἔκλεισε τήν σόμπα. Ἐπιστρέφει στό κελλάκι, ἀνοίγει τήν πόρτα σιγά-σιγά γιά νά μήν τόν ξυπνήση. Τότε βλέπει μπροστά του τόν Ἅγιο νά αἰωρῆται ἕως ἕνα μέτρο ἀπό τό ἔδαφος μέ τά χέρια ὑψωμένα καί νά προσεύχεται. Τό πρόσωπό του δέ ἔλαμπε ὑπέρ τόν ἥλιον.


Ὁ Ὅσιος Πατήρ ἡμῶν Νικηφόρος ἐκοιμήθη στίς 4 Ἰανουαρίου 1964, προ-παραμονή τῶν Θεοφανείων.


Θαύματα ἐπετέλεσε ἤδη κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του, καί ἐπιτελεῖ πολύ περισσότερα μετά θάνατον, ὅπως τό ὁμολογοῦν πολλοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εὐεργετήθηκαν ἀπό αὐτόν.


Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ Συνοδική Πράξη τῆς 3ης Δεκεμβρίου τοῦ 2012, κατέταξε τόν Ὅσιο Νικηφόρο τόν Λεπρό τόν Θαυματουργό στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

3 Ιανουαρίου Μνήμη Ανακομιδής λειψάνων Αγίου Εφραίμ.

 


 Πώς ανακαλύφθηκε το θαυματουργό σκήνωμα του Οσίου στη Νέα Μάκρη Αττικής -


Χρειάστηκαν 524 ολόκληρα χρόνια από το μαρτυρικό του θάνατο μέχρι να φανερωθεί. Με μια σειρά γεγονότων όπως οράματα, σημάδια του Θεού και εμφανίσεις του ίδιου του Αγίου, βρέθηκαν στις 3 Ιανουαρίου 1950 τα Ιερά του Λείψανα και έγινε σταδιακά γνωστή η ζωή του. Χιλιάδες πιστοί κατακλύζουν κάθε χρόνο τη Νέα Μάκρη, ελπίζοντας σε ίαση ψυχική, σωματική και πνευματική. Εκεί η Ηγουμένη Μακαρία και οι Μοναχές της, με πολλή ευσέβεια δέχονται τους επισκέπτες στην Ιερά Μονή, όπου φυλάσσονται τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Εφραίμ.

 Η Ηγουμένη ήταν εκείνη που είχε την αξίωση να βρει το Άγιο σκήνωμα, όταν ήτα νεαρή. Η Θεία Πρόνοια την είχε οδηγήσει το 1945 στα ερείπια του Μοναστηριού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Βλέποντας το ερημωμένο Μοναστήρι αποφάσισε να μείνει εκεί και να προσπαθήσει σταδιακά να αναστηλώσει την παλαιά Μονή. Καθώς εργαζόταν στο προαύλιο άκουσε μια απόκοσμη βαθιά φωνή να λέει: «Σκάψε εκεί και θα βρεις». Η Μοναχή φώναξε έναν εργάτη και του ζήτησε να σκάψει στο συγκεκριμένο σημείο της αυλής. Εκεί υπήρχε ένας μισογκρεμισμένος τοίχος, ένα μέρος που έμοιαζε με παλαιό κελί Μοναχού.


 Σκάβοντας ανακάλυψε ο εργάτης ένα κρανίο, που εξέπεμπε γλυκιά ευωδία. Η Μοναχή κατάλαβε ότι βρήκαν το λείψανο κάποιου Αγίου και το ασπάστηκε ευλαβικά. Κατόπιν βρήκε ολόκληρο το σκήνωμα του Αγίου. Τα πήρε και τα τοποθέτησε σε μια θυρίδα. Το βράδυ που βρισκόταν στην παλαιά Εκκλησία άκουσε βήματα από την πλευρά που είχε βρεθεί ο τάφος, να διασχίζουν την αυλή και να κατευθύνονται προς την Εκκλησία. Την κυρίευσε φόβο και ξαφνικά άκουσε μια φωνή να της λέει: «Μέχρι πότε θα με αφήσεις εκεί πέρα; Και ποιος μου έβαλε το κεφάλι έτσι…» Στράφηκε προς τη φωνή και τον είδε να στέκεται στην πόρτα. Ήταν ψηλός, αδύνατος, πολύ μελαχρινός, με μικρά στρογγυλά μάτια που είχαν ρυτίδες στις άκρες, γενειάδα που έφτανε ως το στήθος του και φορούσε ράσο. Με το δεξί του χέρι την ευλογούσε, ενώ από το αριστερό έβγαινε ένα φως απόκοσμο.


 Αγαλλίασε η ψυχή της μπροστά στη μορφή του και με θάρρος του απάντησε: «Συγχώρησέ με. Μόλις ξημερώσει με το καλό, θα τα φροντίσω όλα». Πράγματι το πρωί η Μοναχή πήρε τα οστά, τα καθάρισε προσεκτικά από το χώμα, τα έβαλε σε μια θυρίδα στο Ιερό της Εκκλησίας και τους άναψε κι ένα καντηλάκι. Την ίδια νύχτα είδε στο όνειρό του τον ίδιο Μοναχό. Κρατούσε στην αγκαλιά του μια εικόνα του, φτιαγμένη από ασήμι. Δίπλα του βρισκόταν ένα μανουάλι. Η Μοναχή πλησίασε, άναψε μια λαμπάδα και άκουσε τη φωνή του: «Σε ευχαριστώ πολύ. Το όνομά μου είναι Εφραίμ». Με διάφορες οπτασίες και οράματα, ο Άγιος Εφραίμ φανέρωνε στις αδελφές του Μοναστηριού την ιστορία της ζωής του. Η Μοναχή Μακαρία αφηγείται: Ένα μεσημέρι λαγοκοιμόταν από την κούραση. Ξαφνικά βλέπει: «Μια ιερή πομπή να πλησιάζει προς το κελί της, ψάλλοντας ύμνους. Έφτασαν μέσα στο κελί, πήραν το σώμα του Αγίου που το κουβαλούσαν στους ώμους τους και το απόθεσαν στην αγκαλιά της.




Οι ιερείς ξεκίνησαν να κάνουν την κηδεία και όλοι μαζί βρέθηκαν μέσα σε μια Βυζαντινή Εκκλησία, με περίτεχνο διάκοσμο, αφιερωμένη στον Άγιο». Ένα μικρό κοριτσάκι που ζούσε στο ίδρυμα της Μονής μαζί με τη γιαγιά του, ένα βράδυ που ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, είδε τον Άγιο να το πλησιάζει. Εκείνος το είδε φοβισμένο, του χάιδεψε το κεφάλι και του είπε: «Μη με φοβάσαι παιδί μου. Είναι ο Άγιος Εφραίμ». Η γιαγιά του κοριτσιού ένα βράδυ αργά άκουσε κάποιον να στέκεται έξω από την πόρτα του θαλάμου. Πιστεύοντας πως ήταν η αδελφή Μακαρία της φώναξε. Ξαφνικά μια λάμψη φώτισε όλη την περιοχή του Μοναστηριού. Μέσα από το φως εμφανίστηκε ο Άγιος. Κρατούσε στα χέρια του μια μικρή Βυζαντινή Εκκλησία, που είχε τέσσερις τρούλους στις άκρες κι έναν μεγάλο στο κέντρο με ένα φωτεινό Σταυρό. Αμέσως η γιαγιά γονάτισε μπροστά του και ο Άγιος της μίλησε: «Είμαι ο Μεγαλομάρτυρας Εφραίμ. Γεννήθηκα 14 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του Σταυρού και πάλι 14 Σεπτεμβρίου ημέρα του Σταυρού, άρχισε το μαρτύριό μου. Να πεις στην αδελφή Μακαρία, πως θέλω να μου φτιάξει ένα τέτοιο προσκυνητάρι, στη στροφή του δρόμου, εκεί που καθόμουν και ξεκουραζόμουν». Πράγματι οι Μοναχές έφτιαξαν το προσκυνητάρι, ένα κομψοτέχνημα, μικρογραφία Βυζαντινής Εκκλησίας. Είναι αναρίθμητες οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις και τα θαύματα του Αγίου Εφραίμ. Ένα από αυτά αφορά την Εκκλησία του. Όταν έφτασε η ευλογημένη ώρα, που αξίωσε ο Κύριος, να χτιστεί ο Ναός του Αγίου, βρέθηκε από Θεία Πρόνοια, παλιά πέτρα που στόλιζε άλλοτε ένα οικοδόμημα στην Αθήνα. Η Ηγουμένη Μακαρία αναρωτιόταν, πού ακριβώς θα ήθελε ο Άγιος να χτιστεί η Εκκλησία του. Φτάνει τότε μια προσκυνήτρια στο Μοναστήρι και της λέει: «Είδα στο όνειρό μου τον Άγιο Εφραίμ και μου είπε: «Να πας να πεις στη Γερόντισσα, ότι τον τάφο μου τον θέλω μέσα στην Εκκλησία μου». Πεντέμισι αιώνες φύλαγε η γη, σαν πολύτιμο θησαυρό στους κόλπους της τον Άγιο Εφραίμ, μέχρι που ο πολυεύσπλαχνος Θεός μας τον φανέρωσε, για να τον έχουμε βοηθό και οδηγό στις δύσκολες μέρες που ζούμε. Ας αναγνωρίσουμε όλοι μας τη δύναμη της πίστης και της προσευχής και ας προστρέχουμε σε Αυτόν, με ταπεινή καρδιά, παρακαλώντας Τον να μας ελεήσει. Και όλοι μαζί, ας ζητήσουμε από Αυτόν τον Άγιο του Θεού Εφραίμ, να είναι πάντα δίπλα μας, να μας φωτίζει, να μας στηρίζει και να μας καθοδηγεί.


Βίοι Ορθόδοξων Αγίων, Ο Άγιος Εφραίμ, Εκδόσεις «Ένθεος Βίος» πηγή/αντιγραφή