Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Αναγνώσματα Κυριακής των Βαΐων


Απόστολος
ΠΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΟΥΣ Δ´ 4 - 9
4 Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. 5 τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. 6 μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν, 7 καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 8 Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· 9 ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν.

Ευαγγέλιο

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ´ 1 - 18
1 Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. 2 ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. 3 ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. 4 λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· 5 Διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; 6 εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. 7 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· Ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. 8 τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. 9 Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. 10 ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, 11 ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. 12 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα, 13 ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἐκραύγαζον· Ὡσαννά· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 14 εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· 15 Μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. 16 Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. 17 Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 18 διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.

Ερμηνεία Ευαγγελίου

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ´ 1 - 18
1 Ο δε Ιησούς, εξ ημέρας προ του πάσχα ήλθεν εις την Βηθανίαν, όπου ήτο ο Λαζαρος, ο οποίος είχε πεθάνει και τον οποίον είχε αναστήσει εκ νεκρών. 2 Παρέθεσαν, λοιπόν, εις αυτόν δείπνον εκεί και η Μαρθα υπηρετούσε. Ο Λαζαρος ήτο ένας από τους συνδαιτυμόνας. 3 Εν τω μεταξύ η Μαρία επήρε μίαν λίτραν μύρου γνησίου και πολυτίμου, καμωμένου από το αρωματικόν φυτόν που λέγεται νάρδος, και άλειψε τα πόδια του Ιησού, τα οποία και εσπόγγισε κατόπιν με τας τρίχας της κεφαλής της. (Τούτο δε έκαμε από βαθείαν πίστιν προς τον Σωτήρα και από θερμήν ευγνωμοσύνην προς αυτόν, που είχεν αναστήσει τον αδελφόν της). Ολο δε το σπίτι εγέμισε από την ευωδίαν του μύρου. 4 Λεγει τότε ένας από τους μαθητάς του Ιησού, ο Ιούδας, ο υιός του Σιμωνος ο Ισκαριώτης, ο οποίος μετ' ολίγον έμελε να τον παραδώση στους σταυρωτάς· 5 “διατί το μύρον αυτό δεν επωλήθη αντί τριακοσίων δηναρίων, αντί εξήντα περίπου χρυσών λιρών και δεν εδόθη το αντίτιμόν του στους πτωχούς;” 6 Είπε αυτό, όχι διότι είχε κανένα ενδιαφέρον δια τους πτωχούς, αλλά διότι ήτο κλέπτης, και είχε το κουτί των εισφορών, και εκρατούσε δια τον ευατόν του τα χρήματα, που έρριπταν εις αυτό. 7 Είπε τότε ο Ιησούς· “αφήστε ήσυχην αυτήν την γυναίκα· εφύλαξε το μύρον αυτό σαν να προησθάνετο και το εχρησιμοποίησε δι' εμέ τώρα, τας παραμονάς του ενταφιασμού μου. 8 Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζή σας, εμέ όμως δεν με έχετε πάντοτε. Μετ' ολίγον θα παραδοθώ εις χείρας των σταυρωτών μου”. 9 Επληροφορήθηκε τότε πολύς λαός από τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς ευρίσκετο εις την Βηθανίαν και ήλθαν εκεί, όχι μόνον δια τον Ιησούν, αλλά δια να ίδουν και τον Λαζαρον, τον οποίον είχεν αναστήσει εκ νεκρών. 10 Οι αρχιερείς όταν επληροφορήθησαν αυτά, απεφάσισαν να φονεύσουν και τον Λαζαρον, 11 διότι πολλοί από τους Ιουδαίους επήγαν δι' αυτόν εις την Βηθανίαν και όταν τον έβλεπαν ζωντανόν και υγιή, αναστημένον εκ νεκρών, επίστευαν στον Ιησούν. 12 Την άλλην ημέραν πολύς λαός, που είχε έλθει δια την εορτήν, όταν ήκουσαν ότι ο Ιησούς έρχεται εις τα Ιεροσόλυμα, 13 επήραν εις τα χέρια των κλάδους από φοίνικας και εβγήκαν να τον προϋπαντήσουν και εφώναζαν· “δόξα και τιμή εις αυτόν· ευλογημένος και δοξασμένος ας είναι αυτός που έρχεται εκ μέρους του Κυρίου, αυτός που είναι ο ένδοξος και αληθινός βασιλεύς του Ισραήλ. 14 Ευρήκε δε ο Ιησούς ένα πουλάρι και εκάθισεν επάνω εις αυτό, σύμφωνα με εκείνο που είναι γραμμένο εις τις προφητείες· 15 Μη φοβάσαι, Ιερουσαλήμ, κόρη της Σιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται ταπεινός, γλυκύς, γεμάτος αγάπην δια σε, καθισμένος επάνω εις πουλάρι όνου. 16 Τι εσήμαιναν τα λόγια και τα γεγονότα αυτά δεν είχαν εννοήσει οι μαθηταί του προηγουμένως, αλλ' όταν ο Ιησούς με την θριαμβευτικήν ανάστασιν του και την ένδοξον ανάληψίν του εδοξάσθη, τότε εθυμήθηκαν, ότι αυτά όλα είχαν γραφή από το Πνεύμα του Θεού δι' αυτόν και εις την εκπλήρωσιν αυτών συνείργησαν αυτοί και ο λαός, χωρίς να το ενοούν. 17 Κατά τας ώρας της μεγάλης εκείνης υποδοχής ο λαός, που ήτο μαζή του όταν ο Ιησούς εφώναξε τον Λαζαρον από το μνημείον και και τον ανέστησε εκ νεκρών, εμαρτυρούσε και επεβεβαίωνε εις τα άλλα πλήθη το μεγάλο αυτό θαύμα. 18 Δι' αυτό δε και τα πολλά πλήθη του λαού τον προϋπήντησαν, διότι είχαν πληροφορηθή από αυτόπτας μάρτυρας, ότι αυτός είχε κάμει το μεγάλο τούτο θαύμα.

Η Βηθανία σήμερον....



Σάββατο του Λαζάρου, Σάββατο της ελπίδας και της προσμονής της Αναστάσεως Του Σωτήρος μας.
Ενα ωραίο παραδοσιακό τραγούδι της Ρόδου που αναφέρεται στο θαύμα της Βηθανίας .

https://youtu.be/5b0npOv0od0

https://youtu.be/5b0npOv0od0

Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Θυμάσαι τότε....



Θυμάσαι τότε...;
Θυμάσαι τότε.....Τότε που σκεφτόσουν.....αχ ας μείνω λίγο ακόμη στο κρεβάτι και πάω σε λίγο εκκλησία......
Θυμάσαι τότε....που έλεγες πως νιώθεις κούραση....για τον εσπερινό.....
Θυμάσαι τότε που γκρίνιαζες γιατί πάλι νηστεία για να κοινωνήσεις.....
Θυμάσαι τότε.....Τότε που γκρινιαζες για το μεγάλο κήρυγμα...Γιατί σκεφτόσουν πως θέλεις να τρέξεις σπίτι.....να προλάβεις να μαγειρέψεις.......να ετοιμάσεις.....να κάτσεις.....να πας για καφέ......
Θυμάσαι τότε ......Τότε που δεν πήγες Εκκλησία γιατί έδινες διαγώνισμα?
Θυμάσαι τότε.....Τότε που στην Θεία Λειτουργία εσύ σκεφτόσουν......Τι θα φορέσεις....Τι δίαιτα θα κάνεις.....που θα πας διακοπές......
Κι ούτε χαμπάρι πήρες τι γινόταν..... κι ο Χριστός μας περίμενε......Χτυπούσε την καμπάνα και περίμενε......Έλα σε Μένα....Κι όμως Τον Είχες δεδομένο.....
Θυμάσαι?
Εεεεεεεε τώρα ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΟΣ..... Δεν χτυπά η καμπάνα.......Δεν μας φωνάζει......
Και κλαις ..... Και λες..... μα τι είχα και τι έχασα.... Αχ το χρόνο πίσω να γυρνούσες θα θελες......
Να πήγαινες σε όλες τις Ακολουθίες....να απολαμβάνεις την παρουσία σου στην Εκκλησία χωρίς βιασύνη.... .Χωρίς αργοποριες....Χωρίς γκρίνιες.....Χωρίς γογγυσμους...........
Απλά τώρα π ρ ε  π ε ι  ψυχή μου υπομονή να κάνεις.....
Πρέπει να νιώσεις στο πετσί σου τι ήταν αυτό που είχε σημασία στη ζωή σου......Και με το δάκρυ σου να το ξανά κερδίσεις..... 
Να χτυπήσει η καμπάνα και να είσαι εκεί!  Από την αρχή! Μέχρι το τέλος.....Ψυχή μου καρτερα κι έρχεται.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Λογισμός


Λογισμός: Η αμαρτία αρχίζει πάντοτε με έναν λογισμό. Ο λογισμός είναι τόσο ευέλικτος και λεπτός, ώστε περνάει και από εκεί που δεν υπάρχει τρύπα.

Αφ’ ής στιγμής εισέλθη στον άνθρωπο, φαίνεται αμέσως που θα κλίνη η λεπτή χορδή της πλάστιγγας της βουλήσεώς του.

Εάν όμως ο άνθρωπος έχη αποφασίσει την βασιλεία των ουρανών, όσο και να σπέρνουν οι δαίμονες, δεν βλαστάνει κανείς λογισμός.

Χτυπάει ο λογισμός τον άνθρωπο, αλλά γυρίζει πάλι πίσω· δεν μπορεί να εισέλθη, διότι η βασιλεία του Θεού είναι περιφραγμένη ισχυρά.

Γέρων Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Γιατί να δέχομαι τον καθένα όπως είναι;


Μα, μπορεί να πει κάποιος, αν ο αδελφός μου έχει άδικο; είναι σωστό να με κάνει ότι θέλει;
-Βεβαίως. Σωστό και φυσιολογικό είναι, διότι ο άνθρωπος ενεργεί σύμφωνα με τον χαρακτήρα του. Όπως η λάμπα φωτίζει, όπως το δάπεδο στηρίζει, όπως ο τοίχος προστατεύει από τον ήλιο ή τον αέρα, έτσι ακριβώς και ο κάθε άνθρωπος ενεργεί ανάλογα με το τι είναι.

Ο νευρικός θα νευριάσει, ο πράος θα σου φερθεί με πραότητα, ο ευγενής θα σου μιλήσει με λεπτότητα, και ο αγενής είναι φυσικό να σου μιλήσει άσχημα.

Όπως στον ευγενή δεν μπορείς να βρεις αγένεια, έτσι και από τον αγενή δεν μπορείς να περιμένεις ευγένεια.

Ο καθένας εκφράζει με την συμπεριφορά του το περίσσευμα της καρδιάς του. Δεν μπορεί να σου δώσει κάτι άλλο, δεν γίνεται να σου δώσει αυτό που θέλεις εσύ.

Αν κάποιος ξέρει να μιλά μόνον άγρια, σημαίνει πως έτσι είναι ο ψυχικός του κόσμος. Όταν εγώ θέλω να μου συμπεριφέρεσαι ορθά, είναι σα να λέγω στο φώς, σταμάτησέ μου τον αέρα, ή στο τραπέζι, βγάλε μου φωνή.

Ο άνθρωπος εκφράζεται όπως ο πατέρας του, η μάνα του, ανάλογα με το κληρονομικό του, με την ζωή που έχει ζήσει μέχρι τώρα. Όλα αυτά πέφτουν επάνω μου. Αυτό που μπορώ εγώ να κάνω, είναι να δέχομαι τον καθένα όπως είναι, και ιδιαίτερα όταν αντιδρά απέναντί μου, όταν έρχεται εναντίον μου, διότι αυτό μπορεί να με κάνει άγιο.

Του Γέροντα Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτη.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Να κοιτάς ψηλά!!!


Κάπου είχα ακούσει πως καμία προσευχή δεν πάει χαμένη… Κάθε ικεσία που βγαίνει ειλικρινά, γεμάτη δάκρυα, ποτέ δεν χάνεται… Κατευθείαν πηγαίνει στον δικό Του θρόνο.

Εκείνος, φίλε μου, πάντα σε κοιτάζει. Όχι βλοσυρά, όχι σαν κακός εκδικητής. Μα σαν στοργικός Πατέρας, έτοιμος να σε σηκώσει αν χτυπήσεις, έτοιμος αν στενοχωρηθείς να σε παρηγορήσει…

Όμως, έχεις και μια Μητέρα ακόμα. Την δική Του Μητέρα που και εσένα αγαπάει όσο δεν φαντάζεσαι… Είναι η πιο γλυκιά Μητέρα του κόσμου. Όποτε την χρειαστείς και Την ζητήσεις, αμέσως θα έρθει.

Αν από την καρδιά σου Την φωνάξεις, Εκείνη στη στιγμή θα είναι δίπλα σου. Ξέρεις πώς; Με ένα χάδι. Ένα αθόρυβο, ουράνιο χάδι. Η αγκαλιά της Παναγίας είναι η πιο μεγάλη, η πιο σίγουρη, η πιο στοργική, η ωραιότερη…

Περιμένει μονάχα από σένα να προσπαθείς. Να αγαπάς το Παιδί Της και να προσεύχεσαι. Όσα είναι τα άστρα τ’ουρανού, ας είναι και οι προσευχές σου.

Γι’αυτό, αδερφή και αδερφέ, σέ σένα που αυτη τη στιγμη διαβάζεις αυτό το κείμενο σου λέω: “Μην στενοχωριέσαι! Κοίτα ψηλά…”

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Όταν όλα τελειώσουν τι θα έχει αλλάξει;.....


Όταν με το καλό τελειώσει αυτή η δοκιμασία, με τους λιγότερους νεκρούς-μακάρι να μην υπήρχε ούτε ένας- ίσως να έχουμε αναθεωρήσει κάποιες αξίες μας. Διότι η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν άλλαξε όταν τα πράγματα πήγαιναν καλά στην ζωή του. Δεν είναι κακό να σου πηγαίνει ωραία η ζωή, αλλά δεν θα είναι πάντοτε έτσι. Θα έρθει μια αρρώστια, ένα θάνατος, ένας χωρισμός, μια απώλεια, ένας πόλεμος, τώρα μια πανδημία, και θα γυρίσουν όλα ανάποδα. Και τότε; Τότε στα δύσκολα φαίνεται ποιοι είμαστε, τι είμαστε και πως ζούσαμε. Δηλαδή πόσο αξία είχαν οι αξίες μας.
Εύχομαι λοιπόν σαν τελειώσει αυτή η δοκιμασία όλοι να έχουμε γίνει έστω και ελάχιστα παραπάνω «άνθρωποι». Ξέρεις κάτι. Πολλές φορές για να γίνουμε «άγιοι» ξεχνάμε να είμαστε άνθρωποι. Και δίχως ανθρωπιά αγιότητα δεν υπάρχει.
Μακάρι λοιπόν μετά απ αυτή την κρίση, να καταλάβουμε ότι τα πάντα στην ζωή δεν είναι ρολόγια και αριθμοί. Χρήμα και δουλειά. Αλλά είναι και σχέσεις, επαφή, φύση, ζωή, Θεός.
Να αισθανθούμε ως αλήθεια μέσα μας, ότι ο σύντροφος μας, τα παιδιά, οι φίλοι και δικοί μας άνθρωποι έχουν ανάγκη την παρουσία μας. Τα κοιτάγματα μας, τα σώματα, τα μάτια, την φωνή, την αγκαλιά μας.
Κανένα εικονικό μήνυμα από τηλέφωνο ή υπολογιστή δεν μπορεί να αντικαταστήσει την σωματική παρουσία του άλλου στην ζωή μας. Το χάδι, το φιλί, την ζεστή αγκαλιά, το σώμα του που κοιμάται δίπλα μας και ζεσταίνει την ύπαρξη μας.

Μακάρι να συνειδητοποιήσουμε ότι η αγάπη δεν πρέπει να αργεί ούτε μια μέρα ούτε μια στιγμή. Να μάθουμε να λέμε τώρα στο άλλο «σ αγαπώ, μου λείπεις, είσαι σημαντικός για μένα…» Η μάνα, ο πατέρας, ο φίλος ο δικός μας άνθρωπος μπορεί αύριο να μην υπάρχει στην ζωή μας. Μην αναβάλεις την αγάπη.
Να συναισθανθούμε επιτέλους ότι είμαστε μέσα σε ένα δίκτυο σχέσεων. Εάν ο άλλος δεν είναι καλά αργά ή γρήγορα δεν θα είμαι ούτε εγώ. Εάν δεν φροντίζω τον πλανήτη, μαζί του θα καταστραφώ κι εγώ.
Να καταλάβουμε ότι δίχως Θεό ο κόσμος είναι παράλογος, δεν βγάζει κανένα νόημα. Είναι τραγωδία να ζεις ένα σενάριο που δεν έγραψε κανείς.
Αυτή η δοκιμασία της πανδημίας, θα νικηθεί με δυο τρόπους, εάν είμαστε απόλυτα υπεύθυνοι απέναντι στους συνανθρώπους μας και εάν μετα το τέλος της έχουμε λάβει τα μαθήματα ζωής που μας παρέδωσε. Διαφορετικά θα έχει συμβεί κάτι ακόμη πιο τραγικό από το θάνατο. Θα έχουμε πονέσει δίχως κανένα νόημα. Δηλαδή θα έχει χαθεί ακόμη μια ευκαιρία να περάσουμε από την νεκρή επιβίωση στη χαρά της ζωής.
Π. Λιβυος

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Κυριακή Ε Νηστειών



Βιογραφία
Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.

Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.

Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».

Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.

Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.

Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταὶς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις μὲ χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μείναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».

Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.

Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.

Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Ἀρκεὶν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεὶν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».

Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.

Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.

Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.

Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.

Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα - το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες - και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».

Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».

Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.

Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.

Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.

Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.

Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».

Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.

Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.

Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.

Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι' αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια έσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.

Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».

Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».

Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ' ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.

Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.

Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
  1. Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ' οὐ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.