Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

17/1 Συναξαριον

Τη 17ή του μηνός Ιανουαρίου 

†Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Αντωνίου τοῦ Μεγάλου.
῾Ο Μέγας ᾿Αντώνιος ἐγεννήθηκε περί τό 251 μ.Χ. στήν πόλη Κομά τῆς ῎Ανω Αἰγύπτου, κοντά στή Μέμφιδα, ἀπό γονεῖς εὐλαβεῖς καί εὔπορους. ῎Εζησε στά χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) μέχρι καί τήν ἐποχή τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου καί τῶν παιδιῶν του.
᾿Από τήν παιδική του λικία ἦταν ὀλιγαρκής καί αὐτάρκης, «μόνοις δέ οἷς εὕρισκεν ἠρκεῖτο καί πλέον οὐδέν ἐζήτει». Σέ νεαρά λικία, περίπου 20 ἐτῶν, ἔχασε τούς γονεῖς του. ῞Εξι μῆνες μετά τήν κοίμηση τῶν γονέων του ἄκουσε στήν ἐκκλησία τήν εὐαγγελική περικοπή τοῦ πλουσίου νεανίσκου, στήν ὁποία ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Χριστός εἶπε στόν πλούσιο νέο· «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς». Τόση μεγάλη ἐ-
ντύπωση προξένησε εὐαγγελική αὐτή προτροπή στήν ψυχή τοῦ ᾿Αντωνίου, ὥστε ἀμέσως διένειμε τά ὑπάρχοντά του στούς πτωχούς καί ἐνδεεῖς, ἀφοῦ ἐφύλαξε τά ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιά τή συντήρηση αὐτοῦ καί τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς, τήν ὁποία ἐφρόντισε νά παραδώσει σέ Χριστιανές νέες παρθένους πού εἶχαν ἀφιερωθεῖ στή χριστιανική ἀρετή, βέβαιος ὅτι κοντά τους θά εἶναι κατά πάντα ἀσφαλής.
᾿Από τότε ὁ ῞Αγιος ᾿Αντώνιος ἄρχισε νά ζεῖ ἀσκητικό βίο, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα καί ὑποβαλλόμενος σέ αὐστηρή νηστεία, γιά νά κατανικήσει τούς πειρασμούς τῆς σάρκας, ἀγρυπνώντας ὁλόκληρη τή νύχτα καί τρώγοντας ἐλάχιστα.
Στή συνέχεια ἀπῆλθε σέ τόπο ἔρημο καί μακρυνό ὅπου ὑπῆρχαν μνήματα καί ἀφοῦ εἰσῆλθε σέ ἕνα ἀπό αὐτά ἔκλεισε τή θύρα. ῾Η τροφή του ἦταν ἐλάχιστη καί τοῦ τήν πήγαινε σέ καθορισμένες μέρες ἕνας συνασκητής του. ᾿Εκεῖ ὑπερνίκησε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, νέους πειρασμούς. ᾿Αργότερα πῆγε κοντά στά ἐρείπια ἑνός φρουρίου καί ἐκατοίκησε σέ σπήλαιο χωρίς νά τόν βλέπει κανένας καί χωρίς νά δέχεται κανένα παρά μόνο ἕνα γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερνε κάθε ἕξι μῆνες ψωμί γιά ὁλόκληρο τό ἑξάμηνο.
Μετά ἀπό εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήσεως καί ἀφοῦ ἔφθασε σέ ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως ἐμφανίσθηκε στόν κόσμο καί τότε ἄρχισαν νά συρρέουν περί αὐτόν πολλοί πού τόν ἐθαύμαζαν ὡς ἀσκητή καί θαυματουργό. Μαρτυρεῖται ὅτι ἐνῶ ὁ ῞Αγιος βρισκόταν ἀκόμα στή ζωή, ἔβλεπε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τή στιγμή πού ἐξέρχονταν ἀπό τό σῶμα τους, καθώς καί τούς δαίμονες πού τίς ὁδηγοῦσαν. Τό γεγονός αὐτό εἶναι πολύ θαυμαστό, ἀφοῦ μιά τέτοια δυνατότητα εἶναι γνώρισμα μόνο νοερᾶς καί ἀσώματης φύσεως.
Τό ἔτος 311 μ.Χ., κατά τό διωγμό τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμίνου (307-313 μ.Χ.), κατῆλθε στήν ᾿Αλεξάνδρεια, γιά νά ἐνθαρρύνει καί νά βοηθήσει τούς πιστούς, τούς ῾Ομολογητές καί τούς Μάρτυρες. ῞Οταν ἔπαυσε ὁ διωγμός ὁ ῞Οσιος ἐπανῆλθε στήν ἔρημο, ἀλλ ἐπειδή αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπό τήν παρουσία πολλῶν, πού πήγαιναν γιά νά τόν συναντήσουν, ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ καί ἦλθε σέ τόπο ἔρημο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σέ ὄρος ὑψηλό κοντά στήν ᾿Ερυθρά θάλασσα. Καί ἐκεῖ ὅμως προσέρχονταν πολλοί γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του, νά διδαχθοῦν καί νά θεραπευθοῦν. ᾿Εθεράπευε δέ τούς ἀσθενεῖς «οὐ προστάζων, ἀλλ εὐχόμενος καί τόν Χριστόν ὀνομάζων».
῾Η φήμη τοῦ ῾Οσίου ᾿Αντωνίου ἔφθασε μέχρι τούς βασιλεῖς, τόσο ὥστε ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καί οἱ υἱοί του, Κωνστάντιος καί Κώνστας, ἔγραφαν σ αὐτόν, σάν νά ἦταν πατέρας τους, καί τόν παρακαλοῦσαν νά τούς ἀπαντήσει.
Κατά τή διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου ποτέ δέν ἄλλαξε ἔνδυμα καί ποτέ δέν ἔνιψε τό σῶμα ἤ τά πόδια του μέ νερό. ῾Ο ῞Οσιος, ἄν καί ἀγράμματος στήν ἀνθρώπινη σοφία, ἦταν σοφός κατά Θεόν. Εἶχε λόγο «ἠρτυμένον τῷ θείῳ ἅλατι καί χαρίεντα». ᾿Εδίδασκε τούς μαθητές του νά μή θεωροῦν τίποτε ἀνώτερο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί νά μή νομίζουν ὅτι, ἐπειδή ἀπέχουν ἀπό τά κοσμικά ἀγαθά, στεροῦνται κάτι ἀξιόλογο. Τό νά ἀφήνει κανείς τά ἐπίγεια ἀγαθά εἶναι σάν νά καταφρονεῖ μιά δραχμή ἀπό χαλκό, γιά νά κερδίσει ἑκατό χρυσές. Δέν πρέπει, ἔλεγε, νά λησμονᾶμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρόσκαιρος συγκρινόμενος πρός τό μέλλοντα αἰώνα. Γι αὐτό δέν πρέπει νά κοπιάζουμε γιά τήν ἀπόκτηση πρόσκαιρων ἀγαθῶν, τά ὁποῖα δέν μποροῦμε νά πάρουμε μαζί μας, ἀλλά γιά τήν ἀπόκτηση αἰώνιων ἀγαθῶν, δηλαδη τῆς φρονήσεως, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς συνέσεως, τῆς ἀγάπης.
῾Ο Μέγας ᾿Αντώνιος, ἀφοῦ ἔζησε ἑκατόν πέντε ἔτη, ἐκοιμήθηκε ὁσίως τό 356 μ.Χ. ῎Αν καί, ὅπως λέγει ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος, μία ἀπό τίς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ ῾Οσίου ᾿Αντωνίου ἦταν νά μείνει κρυφός ὁ τόπος τῆς ταφῆς του, οἱ μοναχοί πού ἐμόναζαν κοντά του ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τό ἱερό λείψανό του, τό ὁποῖο, ἐπί ᾿Ιουστινιανοῦ (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στήν ἐκκλησία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου στήν ᾿Αλεξάνδρεια καί ἀπό ἐκεῖ ἀργότερα, τό 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη.

†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν καί θαυματουργοῦ ᾿Αντωνίου τοῦ Νέου.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αντώνιος καταγόταν ἀπό εὐσεβεῖς καί πλούσιους γονεῖς καί ἔζησε στό τέλος τοῦ 10ου ἤ στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ..# Νέος ἀκόμη ἔγινε μοναχός στή Σκήτη τῆς Βέροιας, κοντά στήν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ ᾿Αλιάκμονος. Οἱ πνευματικοί του ἀγῶνες ἐκράτησαν ἐκεῖ εἴκοσι χρόνια. Πνευματικά ὥριμος, μέ τήν εὐχή τοῦ γουμένου τῆς Σκήτης, ἀποσύρθηκε σέ σπήλαιο, ὅπου ἔζησε ἀκόμη πενήντα τέσσερα χρόνια ἀσκητικῶν γυμνασμάτων. ῾Η ᾿Εκκλησία τιμώντας τούς ἀγῶνες καί τήν ὁσιακή πολιτεία τοῦ ῾Οσίου ᾿Αντωνίου, τόν ἐθεώρησε μέγα καί γι αὐτό τόν ὀνόμασε καί Νέο σέ σχέση μέ τόν παλαιότερο διδάσκαλο τῆς ἐρήμου ῞Αγιο ᾿Αντώνιο τόν Μέγα.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αντώνιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ λικία 94 ἐτῶν. Τό ἱερό λείψανό του παρέμεινε ἄταφο καί ἄφθαρτο γιά πολλές μέρες, μέχρι πού τό βρῆκαν κάποιοι κυνηγοί. Εἶναι πολιοῦχος τῆς Βέροιας.

†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων ᾿Ιουνίλλας καί Τουρβῶνος.
῾Η ῾Αγία ᾿Ιουνίλλα καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί ἐμαρτύρησε μαζί μέ τή Μάρτυρα Νεονίλλη, κατά τή στιγμή πού ἔριξαν στή φωτιά τούς τρίδυμους ἀδελφούς καί ἐγγονούς τῆς Νεονίλλας Πεύσιππο, ᾿Ελάσιππο καί Μέσιππο. ῾Η ῾Αγία, ἀφοῦ ἔριξε τό βρέφος αὐτῆς, τό ὁποῖο ἐκρατοῦσε, ὁμολόγησε τήν πίστη της στόν Χριστό καί τήν ἀποκεφάλισαν.

†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Μάρτυρος.
῾Ο ῞Αγιος Μάρτυς, ἐπειδή κατέστρεψε τά εἴδωλα καί διεκήρυξε ὅτι εἶναι Χριστιανός, συνελήφθη καί ἀποκεφαλίσθηκε.

†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἠμῶν ᾿Αχιλλᾶ.
῾Ο ῞Οσιος ᾿Αχιλλᾶς ἦταν ἀναχωρητής τῆς ἐρήμου. ῎Εζησε ὁσίως στήν Αἴγυπτο καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.


†Τῇ αὐτῇ μέρᾳ, μνήμη τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου.
῾Ο Μέγας Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν ᾿Ιβηρία καί ἐγεννήθηκε τό 346 μ.Χ. ῏Ηταν υἱός τοῦ στρατηγοῦ Θεοδοσίου, Κόμητος τῆς ᾿Αφρικῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε διαπρέψει ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Οὐαλεντιανοῦ (364-378 μ.Χ.) καί ἐθανατώθηκε ἄδικα μετά ἀπό συκοφαντίες. Τότε ὁ υἱός του, ὁ ὁποῖος, ἐπίσης, εἶχε διακριθεῖ γιά τήν εὐσέβειά του καί τά στρατηγικά προτερήματά του, ἀποτραβήχτηκε στά πατρογονικά του κτήματα στήν ᾿Ισπανία καί ἀπεῖχε ἀπό κάθε ὑπηρεσία.
῞Οταν ὁ νεαρός αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως Γρατιανός ἐκληρονόμησε καί τό ᾿Ανατολικό τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας, τόν πῆρε κοντά του ὡς συνεργάτη. Μόλις ἔφθασε στήν αὐλή ὁ Θεοδόσιος προήχθη σέ «στρατηλάτη τῆς ἵππου» καί μέ αὐτό τό βαθμό κατόρθωσε νά κερδίσει μιά ἀρκετά ἐντυπωσιακή νίκη κατά τῶν Σαρματῶν, πού ἐπωφελούμενοι τῆς γενικῆς ἀναταραχῆς εἶχαν στό μεταξύ εἰσβάλει στό ρωμαϊκό ἔδαφος. ῾Η ἀνταμοιβή γιά τή νίκη ἦταν προαγωγή στό ὕπατο ἀξίωμα· ὁ Γρατιανός τόν ἔστεψε Αὔγουστο τῆς ᾿Ανατολῆς στήν πόλη Σίρμιον πού βρισκόταν στό κέντρο τῆς Ρωμαϊκῆς Εὐρώπης. ῾Η στέψη ἔγινε στίς 19 ᾿Ιανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. ῾Ο Θεοδόσιος ἦταν τότε τριάντα τριῶν ἐτῶν.
Πρῶτο ἔργο τοῦ νέου Αὐγούστου ἦταν νά καταπολεμήσει τούς Γότθους στήν ᾿Ιλλυρία. ᾿Αλλά πρίν συντελεσθεῖ τό ἔργο αὐτό, ὁ Θεοδόσιος ἐκέρδισε ἄλλο τρόπαιο ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς πίστεως καί τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Μέ διάταγμα, τό ὁποῖο ἐξέδωσε στίς 27 Φεβρουαρίου τοῦ 380 μ.Χ., ὁ Θεοδόσιος καθόριζε ἐπί δογματικοῦ ἐπιπέδου τήν ἔννοια τῆς ᾿Ορθοδοξίας, διεκήρυξε ὅτι μόνο οἱ παραδεχόμενοι τίς ἀποφάσεις τῆς Αύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συνῆλθε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἐδικαιοῦντο νά ὀνομάζονται Χριστιανοί, καί ὅτι στούς αἱρετικούς δέν ἐπιτρεπόταν νά σφετερίζονται τό ὄνομα τῆς ᾿Εκκλησίας. Τέλος, μέ τή δημοσίευση ἑνός ἀκόμη νόμου, γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ ὁποίου χρειάσθηκε νέ ἐπέμβει ὁ στρατός, ἀπαίτησε τήν ἀπόδοση ὅλων τῶν ᾿Εκκλησιῶν στούς ᾿Ορθοδόξους.
῏Ηταν δέ τότε στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος εἶχε προσκληθεῖ ἀπό τούς Χριστιανούς πρός καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν καί μάλιστα τῶν ᾿Αρειανῶν. Καί ἐπειδή τά φλογερά καί εὔγλωττα κηρύγματά του, συνδυαζόμενα μέ τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, εἵλκυσαν πρός τήν ὀρθόδοξη πίστη ἀμέτρητα πλήθη, οἱ ᾿Αρειανοί, οἱ ὁποῖοι ἐπί αὐτοκράτορος Οὐάλεντος εἶχαν γίνει πανίσχυροι στήν Κωνσταντινούπολη καί εἶχαν ἁρπάξει ὅλες τίς ἐκκλησίες τῶν ᾿Ορθοδόξων, ἐκτός τοῦ μικροῦ παρεκκλησίου τῆς ῾Αγίας ᾿Αναστασίας, ἐσχεδίαζαν νά τόν διώξουν ἀπό τή βασιλεύουσα. ᾿Αλλά ὁ Θεοδόσιος ἔδωσε ἄλλη στροφή στά πράγματα. ᾿Εκδίωξε ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο τόν ᾿Αρειανό ᾿Επίσκοπο Δημόφιλο καί παρεχώρησε τήν πατριαρχική θέση στόν ῞Αγιο Γρηγόριο.
῾Η μεγάλη αὐτή εὐεργεσία τοῦ ῾Αγίου Θεοδοσίου πρός τήν ᾿Εκκλησία εἶχε λαμπρότερη ἀκόμη συνέχεια. Κατά τό ἔτος 381 μ.Χ., μέ τήν εὐσεβή φροντίδα του καί ἐνέργεια, συγκροτήθηκε Βύ Οἰκουμενική Σύνοδος πού ἐπεκύρωσε τή δογματική διατύπωση τῆς Αύ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τοῦ Κυρίου ἠμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, συμπλήρωσε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως προσθέτοντας καί τόν περί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ῞Ορο, ἐναντίον τῆς πνευματομάχου διδασκαλίας τοῦ Μακεδονίου, καί ἐκανόνισε τά τῆς νομίμου κατοχῆς διαφόρων ἀρχιερατικῶν θρόνων, ὁποία εἶχε διαταραχθεῖ ἐπί τῆς παντοδυναμίας τῶν ᾿Αρειανῶν. Δύο ἀκόμη Σύνοδοι συνεκλήθησαν στήν Κωνσταντινούπολη τό 382 καί τό 383 μ.Χ. Σκοπός τους ἦταν, ἀντίστοιχα, ὑπογράμμιση τῆς αὐτονομίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ᾿Ανατολῆς καί θεαματική καταδίκη κάθε μορφῆς ᾿Αρειανισμοῦ. Συμπληρώνοντας τό ἔργο του ὁ θεοφρούρητος βασιλέας ἐξέδωσε ἀλλεπάλληλα διατάγματα κατά τῶν αἱρετικῶν (Μανιχαίων, ᾿Αρειανῶν, Πνευματομάχων καί ἄλλων), μέ τά ὁποῖα καθορίσθηκαν καί οἱ ποινές τῶν ἀποστατῶν. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἐφαρμόσθηκαν αὐστηρά. ᾿Επανέλαβε ἔντονα τό νόμο περί Κυριακῆς ἀργίας, ἀπαγόρευσε τά θεάματα τοῦ ἀμφιθέατρου καί τοῦ ἱππόδρομου τήν Κυριακή καί ἐθέσπισε μέτρα κατά τῆς ἐμπορίας τῶν λειψάνων τῶν ῾Αγίων Μαρτύρων. ᾿Εμπόδισε τίς εἰδωλολατρικές θυσίες, τή λατρεία τῶν εἰδώλων, κάθε δημόσια καί ἀπόκρυφη τελετή τῶν εἰδωλολατρῶν, καί κατήργησε, τό 394 μ.Χ., διά νόμου, τούς ὀλυμπιακούς ἀγῶνες, πού ἐχρησίμευαν στή διατήρηση τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. ῾Η αὐτοκρατορία ἦταν πιά χριστιανική καί τό ἔργο τοῦ ῾Αγίου Θεοδοσίου ἔστεφε καί ἐπαγίωνε τό ἔργο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γιά τήν προσφορά του στήν ᾿Εκκλησία ἀλλά καί τό τεράστιο σημαντικό πολιτικό ἔργο του ἐκέρδισε τόν τίτλο «Μέγας». Καί ὁ Παυλίνος ᾿Επίσκοπος Νώλης, μέσα ἀπό τά γραφόμενά του, ἐγκωμιάζει στό πρόσωπο τοῦ βασιλέως «ὄχι τόσο τόν αὐτοκράτορα, ὅσο τό δοῦλο τοῦ Χριστοῦ, τόν ἰσχυρό ὄχι στή μεγαλοπρέπεια τοῦ δυνάστου, ἀλλά στήν ταπεινοφροσύνη τοῦ ὑπηρέτου, τόν πρώτο πολίτη, ὄχι χάρη στό βασιλικό ἀξίωμα, ἀλλά χάρη στήν πίστη του».
῾Ο Μέγας Θεοδόσιος ἦταν πρότυπο γεμόνος, πλήρης εὐσεβείας καί δικαιοσύνης καί εἶχε τό χάρισμα τῆς ταπεινώσεως καί τῆς συνεχοῦς μετάνοιας. Δύο περιστατικά τῆς ζωῆς του ὁμιλοῦν γι αὐτό.
῏Ηταν τό 387 μ.Χ. πού ὁ ῞Αγιος ἀπεφάσισε νά τιμωρήσει αὐστηρά, μέ ποινή αἵματος, τούς κατοίκους τῆς μεγάλης Θεουπόλεως ᾿Αντιόχειας. Οἱ ᾿Αντιοχειανοί εἶχαν ἐξεγερθεῖ καί εἶχαν καταρρίψει ὅλους τούς ἀνδριάντες, πού ὑπῆρχαν πρός τιμήν τοῦ αὐτοκράτορος καί τῆς συζύγου του Πλακίλλας. ῾Η αὐτοκράτειρα ἴδια ἀλλά καί ὁ Πατριάρχης τῆς πόλεως Φλαβιανός συμπαραστατούμενοι ἀπό τούς μοναχούς τῆς περιοχῆς ἱκέτευαν τό βασιλέα Θεοδόσιο νά φανεῖ σπλαγχνικός καί νά τούς συγχωρήσει. Πράγματι, ὁ Θεοδόσιος ἄλλαξε ἀπόφαση καί τό Πάσχα τοῦ 387 μ.Χ. ἔδωσε ἀμνηστία.
Τό ἄλλο γεγονός συνέβη τό ἔτος 390 μ.Χ., ὅταν ὁ Θεοδόσιος ἔγινε καί αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως. ᾿Εγκαταστάθηκε στά Μεδιόλανα, τό σημερινό Μιλάνο τῆς ᾿Ιταλίας, καί ἐτιμώρησε μέ πολύ αὐστηρό τρόπο μιά ἐξέγερση τῶν Θεσσαλονικέων, δίδοντας διαταγή νά θανατώσουν πολλές χιλιάδες ἀνθρώπων στό ἀμφιθέατρο τῆς πόλεως. Κάποιος δημοφιλής νίοχος τοῦ ἱππόδρομου εἶχε κατηγορηθεῖ γιά ἐγκληματική πράξη καί εἶχε φυλακισθεῖ ἀπό τόν ἀρχηγό τῆς ἐκεῖ φρουρᾶς Βουθέριχο. ᾿Αλλά τό πλῆθος, προκειμένου νά γίνουν οἱ ἱπποδρομίες, ἀπαίτησε τήν ἀποφυλάκιση τοῦ νίοχου. ῾Ο Βουθέριχος ἀρνήθηκε, ἀλλά ὁ λαός ἐστασίασε καί ἐφόνευσε καί τόν Βουθέριχο καί πολλούς στρατιῶτες. ῾Ο θυμός πού ἔνιωθε ὁ Θεοδόσιος ἦταν τόσο μεγάλος πού, ὑπακούοντας στήν παρόρμηση τῆς στιγμῆς, διέταξε νά περικυκλώσει ὁ στρατός τόν ἱππόδρομο τήν μέρα τῶν ἀγώνων καί νά σφάξει ὅλους τούς θεατές. Γιά τή διαταγή αὐτή ἀμέσως μετανόησε ὁ Θεοδόσιος, ἀλλά ἀνάκλησή της ἔφθασε στή Θεσσαλονίκη ἀφοῦ πιά εἶχαν σφαγεῖ ἑπτά χιλιάδες πολίτες. Μετά ἀπό αὐτό τό ἔγκλημα, ὅταν ὁ Θεοδόσιος θέλησε νά εἰσέλθει στόν καθεδρικό ναό του Μιλάνου, ὁ ῞Αγιος ᾿Αμβρόσιος ἐστάθηκε στή θύρα καί ἀπαγόρευσε τήν εἴσοδο στόν αὐτοκράτορα. ῞Ολοι ἐπερίμεναν τό ξέσπασμα τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοδοσίου. ῞Ομως ἐκεῖνος ὑπάκουσε ταπεινά, ἐζήτησε μέ δάκρυα στά μάτια συγγνώμη καί ταπεινωμένος ἐπέστρεψε στά ἀνάκτορα. ᾿Εκτέλεσε τόν κανόνα τῆς μετάνοιας πού τοῦ ἔβαλε ὁ ᾿Επίσκοπος, καί ὅταν τό ἐπιτίμιο συμπληρώθηκε, ὁ Θεοδόσιος, ὕστερα ἀπό ὀκτώ μῆνες, προσῆλθε στήν ἐκκλησία, σάν ἕνας κοινός ἄνθρωπος, μέ ἕναν ἁπλό χιτώνα, χωρίς κανένα διακριτικό τοῦ ἀξιώματός του, ἄκουσε τή συγχωρητική εὐχή καί κοινώνησε κατά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων λέγοντας τό λόγο τοῦ Δαυΐδ· «᾿Εκολλήθη τῷ ἐδάφει ψυχή μου, ζῆσόν με κατά τόν λόγον σου». Καρπός τῆς μετάνοιάς του, πού παραδειγμάτισε τό λαό του, ἦταν ἕνας νόμος πού ἔλεγε πώς κανείς καταδικασμένος σέ θάνατο δέν θά ἐκτελεῖτο, ἄν δέν περνοῦσαν τριάντα μέρες ἀπό τή λήψη τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως.
Τόση ἦταν μετάνοια τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, ὥστε ὁ ῞Αγιος Θεός εὐδόκησε νά τοῦ δωρήσει τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Διηγοῦνται οἱ βιογράφοι του, ὅτι κατά τή διάρκεια ἑνός προσκυνήματός του στά ῾Ιεροσόλυμα, ὁ αὐτοκράτορας ἐμφανίσθηκε ἐνδεδυμένος σάν ἁπλός ἄνθρωπος καί πλησιάζοντας τίς θύρες τοῦ ναοῦ τῆς ᾿Αναστάσεως προσευχόταν. Τότε, οἱ πόρτες ἄνοιξαν μόνες τους διάπλατα καί ὁ ναός ἄστραφτε στό φῶς. ῾Ο Κύριος ὑποδεχόταν τόν ταπεινό αὐτοκράτορα καί δοῦλο Του.
῾Ο Θεοδόσιος εἶχε ἀντιγράψει μέ τό χέρι του ὅλο τό Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο ἐμελετοῦσε καθημερινά. ῎Ελεγε πώς χαιρόταν περισσότερο πού ἦταν μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας παρά ἐπίγειος βασιλέας. ῞Ομως οἱ κακουχίες τῶν δεκαέξι χρόνων ἀπό τή διακυβέρνηση εἶχαν κλονίσει ἀνεπανόρθωτα τήν ὑγεία τοῦ Θεοδοσίου. ῎Ετσι ἐπέρασαν δεκαέξι χρόνια εὐσεβοῦς βασιλείας. ῾Ο ῞Αγιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 395 μ.Χ. Τό σκήνωμά του ἐκτέθηκε σέ λαϊκό προσκύνημα καί τήν τεσσαρακοστή μέρα ὁ ᾿Επίσκοπος Μεδιολάνων ᾿Αμβρόσιος ἐξεφώνησε τόν ἐπικήδειο, πού καθιέρωνε τό Θεοδόσιο ὡς τόν τύπο τοῦ παραδειγματικοῦ ᾿Ορθόδοξου γεμόνος. ῾Ο ῞Αγιος ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων, δίπλα στό μνημεῖο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῶν διαδόχων του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου