Πῆγαν κάποτε στὸ ἀσκητήριο ἑνὸς Γέροντα λῃστὲς καὶ τοῦ εἶπαν:
«Ἔχουμε ἔλθει νὰ σοῦ πάρουμε ὅσα ἔχεις στὸ κελί σου».
Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Πάρτε ὅσα νομίζετε, παιδιά μου».
Πῆραν λοιπὸν ὅσα βρῆκαν στὸ κελί, ξέχασαν ὅμως ἕνα σακοῦλι ποὺ ἦταν ἐκεῖ κρεμασμένο.
Τὸ πῆρε λοιπὸν ὁ Γέροντας κι ἔτρεχε ἀπὸ πίσω τους φωνάζοντάς τους καὶ λέγοντας:
«Παιδιά, πᾶρτε αὐτὸ ποὺ ξεχάσατε στὸ κελί σας».
Κι ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ θαύμασαν τὴν ἀγαθότητα τοῦ Γέροντα, ἔβαλαν στὴ θέση τοὺς ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κελιοῦ καὶ μετανιωμένοι ἔλεγαν μεταξύ τους:
«Πραγματικὰ αὐτὸς εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ».
Από το Μέγα Γεροντικόν (Περί ανεξικακίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου